-
1 επιφραζομαι
(aor. 1 ἐπεφρασάμην - эп. ἐπεφρασσάμην и ἐπεφράσθην)1) придумывать, затевать(τι Her.)
οἷον δέ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι Hom. — так вот какую речь вздумал ты сказать2) замышлять, готовить(ὄλεθρόν τινι Hom.; γάμον τινί Theocr.)
3) задумывать, изобретать(κακέν τέχνην Hes.)
4) замечать, подмечатьἐ. κατὰ θυμόν HH. — догадаться, понять
5) узнавать6) уразумевать, постигать(βουλήν Hom.)
-
2 ἐπιφράζω
A say besides, Hdt.1.179 (Bekk. ἔτι φράσαι ; for ἐπέφραδε v. sub φράζω) ; ἐπέφρασεν is prob. f.l. for ἐπεφράσατ' in Orph.Fr. 257.II elsewh. only in [voice] Med., mostly [tense] aor. 1, and (in same sense) [voice] Pass. [tense] aor. 1 ἐπεφράσθην :1 c. inf., think of doing, take into one's head to do, ;τὸ μὲν οὔ τις ἐπεφράσατ'..,ἐξερύσαι δόρυ Il.5.665
.2 c. acc., devise, contrive,ὑμῖν δ' ἐπιφράσσετ' ὄλεθρον Od.15.444
;κακὴν ἐπεφράσσατο τέχνην Hes.Th. 160
(s.v.l.) ;ἐπιφράζεται τοιάδε Hdt.6.61
;ἀμήχανον ἐξευρεῖν καὶ -φράσασθαι Id.1.48
; [ γάμον] Theoc.22.166 : abs., ὧδε ἐπιφρασθείς having come to this conclusion, Hdt.4.200 ; ἐπιφρασθεῖσα αὐτή by her own mother wit, Id.7.239.3 notice, observe, ;ἐ. τινὰ ποιέοντα Heraclit.5
: c. acc., Arr.An.4.8.2, etc. ;ὅσσον.. Il.21.410
;ὅτι.. Arr.Ind.27.8
;ἐ. κατὰ θυμόν h.Ap. 402
; recognize,ἵνα μή μιν ἐπιφρασσαίατ' Ἀχαιοί Od. 18.94
; acquaint oneself with, take cognisance of,ὡς..ἐπιφρασσαίατο βουλήν Il.2.282
, cf. 13.741 ; ἐ. ὅκως.. imagine how.., Hdt.5.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφράζω
См. также в других словарях:
επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek